-
1 марка
марка ж 1) το χαρτόσημο (гербовая) το γραμματόσημο (почтовая) 2) (фабричная) το σήμα, η μάρκα· \марка вина η μάρκα του κρασιού 3) (денежная единица) το μάρκο* * *ж2) ( фабричная) το σήμα, η μάρκαма́рка вина́ — η μάρκα του κρασιού
3) ( денежная единица) το μάρκο -
2 гербовый
гербов||ыйприл μέ Εμβλημα, ἐμβληματικός, μέ οίκόσημο:\гербовый сбор ὁ φόρος χαρτοσήμου· \гербовыйая бумага ὁ χαρτόσημος χάρτης· \гербовыйая марка τό χαρτόσημο. -
3 марка
ма́рк||аж1. (почтовая) τό γραμμα-τόσημο[ν]:гербовая \марка τό χαρτόσημο[ν]·2. (фабричная) τό σῆμα, ἡ μάρκα (εργοστασίου)·3. (денежная единица) τό μάρκο[ν]·4. (престиж, репутация) разг τό γόητρον, τό ὀνομα:держать \маркау διατηρώ τή φήμη·5. (сорт, качество) ἡ μάρκα, ἡ ποιότητα [-ης]:вино лучшей \маркаи κρασί πρώτης ποιότητας. -
4 марка
[μάρκα] ουσ. θ. γραμματόσημο, χαρτόσημο -
5 марка
[μάρκα] ουσ θ γραμματόσημο, χαρτόσημο -
6 гербовый
επ.συμβολικός, του συμβόλου. || με σύμβολο•-ая печать σφραγίδα με κρατικό σύμβολο•
-ая бумага χαρτόσημο χαρτί•
-ая пуговица κουμπί με σύμβολο.
εκφρ.гербовый сбор – φόρος χαρτοσήμου.
См. также в других словарях:
χαρτόσημο — το κινητό συνήθ. ένσημο που επικολλάται πάνω στα έγγραφα για χαρτοσήμανσή τους: Οι αιτήσεις χρειάζονται χαρτόσημο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαρτόσημο — Ένσημο που επικολλάται σε διάφορα έγγραφα, επίσημα ή όχι. Το τέλος του χ. αποτελεί και αυτό φόρο και μάλιστα έμμεσο, που είναι πολύ αποδοτικός για τα δημόσια έσοδα. Στην Ελλάδα καθιερώθηκε το τέλος του χ. το 1836, τώρα δε τα ζητήματα που αφορούν… … Dictionary of Greek
επίσημα — το (Α ἐπίσημα και δωρ. τ. ἐπίσαμα) [σήμα] νεοελλ. 1. σφραγίδα πάνω σε χαρτόσημο, η οποία αλλάζει την αξία του 2. σήμα, σφράγισμα πάνω σε χρυσά ή ασημένια αντικείμενα, για να διαπιστώνεται η γνησιότητα και η περιεκτικότητά τους σε χρυσό ή άργυρο 3 … Dictionary of Greek
χαρτοσημαίνω — Ν επικολλώ χαρτόσημο σε έγγραφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτόσημο. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
επίσημα — το, ατος 1. διακριτικό σήμα, σημείο, «σήμα κατατεθέν». 2. σήμα σε χρυσά ή ασημένια σκεύη για πιστοποίηση της γνησιότητας και της περιεκτικότητάς τους σε χρυσάφι ή ασήμι: Επίσημα χρυσού. 3. φρ., «κινητό επίσημα», κινητό χαρτόσημο. 4. (ναυτ.),… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεκάλεπτος — η, ο 1. αυτός που έχει διάρκεια δέκα πρώτων λεπτών τής ώρας («δεκάλεπτο διάλειμμα») 2. αυτός που έχει αξία δέκα λεπτών τής δραχμής («δεκάλεπτο χαρτόσημο») 3. το ουδ. ως ουσ. το δεκάλεπτο α) παλιότερο μετάλλινο νόμισμα με αξία δέκα λεπτών, δέκα… … Dictionary of Greek
νταμγάς — και νταλγκάς και νταμκάς, ο σφραγίδα, χαρτόσημο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. damga] … Dictionary of Greek
σημαίνω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. σαμαίνω Α [σῆμα / σᾱμα] 1. δίνω σήμα, σημείο με ήχο ή με κάποιον άλλο τρόπο (α. «η καμπάνα σήμανε εσπερινό» β. «η σάλπιγγα σήμανε σιωπητήριο» γ. «ἐσήμαινε παραρτέεσθαι πάντα», Ηρόδ.) 2. έχω, δηλώνω ή φανερώνω κάποια σημασία ή… … Dictionary of Greek
τριακοντάδραχμος — η, ο / τριακοντάδραχμος, ον, ΝΑ, και τριακοντόδραχμος, ον, Α αυτός που έχει αξία τριάντα δραχμών, τριαντάδραχμος (α. «τριακοντάδραχμο χαρτόσημο» β. «τριακοντάδραχμοι πυροί», Πολυδ.) αρχ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ τριακοντάδραχμοι τάξη… … Dictionary of Greek
Κολμπέρ, Zαv Μπατίστ — (Jean Batiste Colbert, Ρενς 1619 – Παρίσι 1683). Γάλλος πολιτικός. Προερχόταν από την εμπορική αστική τάξη και το 1651 έγινε οικονομικός διαχειριστής του υπουργού του Λουδοβίκου ΙΔ’, Μαζαρέν, ο οποίος τον υπέδειξε στον βασιλιά πριν πεθάνει (1661) … Dictionary of Greek
ένσημο — το μικρό κομμάτι χαρτί σαν γραμματόσημο, όπου είναι τυπωμένο επίσημο έμβλημα ή άλλο διακριτικό γνώρισμα και ορισμένη τιμή, και το οποίο χρησιμεύει ως απόδειξη πληρωμής τελών, το επίσημα, το χαρτόσημο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)