Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το χαρτόσημο

См. также в других словарях:

  • χαρτόσημο — το κινητό συνήθ. ένσημο που επικολλάται πάνω στα έγγραφα για χαρτοσήμανσή τους: Οι αιτήσεις χρειάζονται χαρτόσημο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαρτόσημο — Ένσημο που επικολλάται σε διάφορα έγγραφα, επίσημα ή όχι. Το τέλος του χ. αποτελεί και αυτό φόρο και μάλιστα έμμεσο, που είναι πολύ αποδοτικός για τα δημόσια έσοδα. Στην Ελλάδα καθιερώθηκε το τέλος του χ. το 1836, τώρα δε τα ζητήματα που αφορούν… …   Dictionary of Greek

  • επίσημα — το (Α ἐπίσημα και δωρ. τ. ἐπίσαμα) [σήμα] νεοελλ. 1. σφραγίδα πάνω σε χαρτόσημο, η οποία αλλάζει την αξία του 2. σήμα, σφράγισμα πάνω σε χρυσά ή ασημένια αντικείμενα, για να διαπιστώνεται η γνησιότητα και η περιεκτικότητά τους σε χρυσό ή άργυρο 3 …   Dictionary of Greek

  • χαρτοσημαίνω — Ν επικολλώ χαρτόσημο σε έγγραφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτόσημο. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • επίσημα — το, ατος 1. διακριτικό σήμα, σημείο, «σήμα κατατεθέν». 2. σήμα σε χρυσά ή ασημένια σκεύη για πιστοποίηση της γνησιότητας και της περιεκτικότητάς τους σε χρυσάφι ή ασήμι: Επίσημα χρυσού. 3. φρ., «κινητό επίσημα», κινητό χαρτόσημο. 4. (ναυτ.),… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεκάλεπτος — η, ο 1. αυτός που έχει διάρκεια δέκα πρώτων λεπτών τής ώρας («δεκάλεπτο διάλειμμα») 2. αυτός που έχει αξία δέκα λεπτών τής δραχμής («δεκάλεπτο χαρτόσημο») 3. το ουδ. ως ουσ. το δεκάλεπτο α) παλιότερο μετάλλινο νόμισμα με αξία δέκα λεπτών, δέκα… …   Dictionary of Greek

  • νταμγάς — και νταλγκάς και νταμκάς, ο σφραγίδα, χαρτόσημο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. damga] …   Dictionary of Greek

  • σημαίνω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. σαμαίνω Α [σῆμα / σᾱμα] 1. δίνω σήμα, σημείο με ήχο ή με κάποιον άλλο τρόπο (α. «η καμπάνα σήμανε εσπερινό» β. «η σάλπιγγα σήμανε σιωπητήριο» γ. «ἐσήμαινε παραρτέεσθαι πάντα», Ηρόδ.) 2. έχω, δηλώνω ή φανερώνω κάποια σημασία ή… …   Dictionary of Greek

  • τριακοντάδραχμος — η, ο / τριακοντάδραχμος, ον, ΝΑ, και τριακοντόδραχμος, ον, Α αυτός που έχει αξία τριάντα δραχμών, τριαντάδραχμος (α. «τριακοντάδραχμο χαρτόσημο» β. «τριακοντάδραχμοι πυροί», Πολυδ.) αρχ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ τριακοντάδραχμοι τάξη… …   Dictionary of Greek

  • Κολμπέρ, Zαv Μπατίστ — (Jean Batiste Colbert, Ρενς 1619 – Παρίσι 1683). Γάλλος πολιτικός. Προερχόταν από την εμπορική αστική τάξη και το 1651 έγινε οικονομικός διαχειριστής του υπουργού του Λουδοβίκου ΙΔ’, Μαζαρέν, ο οποίος τον υπέδειξε στον βασιλιά πριν πεθάνει (1661) …   Dictionary of Greek

  • ένσημο — το μικρό κομμάτι χαρτί σαν γραμματόσημο, όπου είναι τυπωμένο επίσημο έμβλημα ή άλλο διακριτικό γνώρισμα και ορισμένη τιμή, και το οποίο χρησιμεύει ως απόδειξη πληρωμής τελών, το επίσημα, το χαρτόσημο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»